- εντειχιδιος
- ἐντειχίδιοςἐν-τειχίδιος2окруженный стеной
ἐντειχίδιοι ἐκάθηντο παρ΄ αὐτοῖς Luc. — они укрылись в (четырех) стенах своих домов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐντειχίδιοι ἐκάθηντο παρ΄ αὐτοῖς Luc. — они укрылись в (четырех) стенах своих домов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εντειχίδιος — ἐντειχίδιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα στο τείχος («ἐντειχίδιοι ἐκάθηντο», Λουκ.) … Dictionary of Greek
ἐντειχίδιον — ἐντειχίδιος masc/fem acc sg ἐντειχίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντειχίδιοι — ἐντειχίδιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)